- δαμαστήριος
- -ια, -ιο (Μ δαμαστήριος, -α, -ον) [δαμαστήρ]αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί σε δαμασμό, ο δαμαστικόςμσν.το ουδ. ως ουσ. το δαμαστήριονμέσο με το οποίο δαμάζει κανείς, υποτάσσει ή καταστέλλει κάτι («ἀγρυπνία... πνευμάτων δαμαστήριον»).
Dictionary of Greek. 2013.